- μεροληψία
- ητο να κρίνει κανείς με ιδιοτέλεια ή προσωπικά κριτήρια και όχι αντικειμενικά: Η μεροληψία του δικαστή οδήγησε σε άδικη καταδίκη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεροληψία — η 1. σύνταξη με το μέρος κάποιου, μεροληπτική στάση, έλλειψη αντικειμενικότητας στην κρίση για λόγους συμφέροντος 2. μονομέρεια, φανατισμός στις αντιλήψεις ή στις κρίσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
μεροληπτικός — ή, ό 1. αυτός που μεροληπτεί 2. αυτός που γίνεται με μεροληψία («μεροληπτική κρίση»). επίρρ... μεροληπτικώς και ά με μεροληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροληπτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Κ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ανισότητα — η (Α ἀνισότης) [άνισος] έλλειψη ισότητας νεοελλ. μτφ. αδικία, μεροληψία, άνιση κατανομή κοινωνικών δικαιωμάτων ή αγαθών … Dictionary of Greek
δωροληψία — η (AM δωροληψία) αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία νεοελλ. αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
μονομέρεια — η (ΑΜ μονομέρεια και μονομερία [μονομερής] μονόπλευρη ή μεροληπτική ενέργεια ή κρίση, μεροληπτικότητα, μεροληψία νεοελλ. η ιδιότητα τού μονομερούς αρχ. φρ. «κατὰ μονομερίαν» μονομερώς, αδίκως … Dictionary of Greek
προσπάθεια — η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [προσπαθής] νεοελλ. 1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσπαθής — ές, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές η μεροληψία αρχ. 1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι 2. ο δεκτικός εντυπώσεων 3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση. επίρρ... προσπαθῶς ΜΑ… … Dictionary of Greek
προσωποληψία — η, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία … Dictionary of Greek